Χρονοπούλου Γεωργία

Διδάκτωρ Δημόσιας Διοίκησης – Ειδική Επιστήμονας Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης
Η Γεωργία Χρονοπούλου διαθέτει εκτεταμένη εμπειρία και εξειδίκευση στη δημόσια διοίκηση, την ευρωπαϊκή πολιτική και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα. Έχει υπηρετήσει για περισσότερες από δύο δεκαετίες σε θέσεις ευθύνης στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, συμμετέχοντας ενεργά τόσο σε προληπτικούς όσο και σε κατασταλτικούς ελέγχους νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα.
Κατέχει διδακτορικό τίτλο από το Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα την αξιολόγηση των ανθρώπινων πόρων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο του ΑΣΕΠ στο πλαίσιο του θεσμικού εκσυγχρονισμού. Οι μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου εστιάζουν στη στρατηγική διοίκηση και στον ανασχεδιασμό οργανωτικών δομών, ενώ το ερευνητικό της έργο εκτείνεται στη συγκριτική ανάλυση διοικητικών συστημάτων Ελλάδας–Κύπρου. Είναι απόφοιτος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου στις Ευρωπαϊκές Σπουδές και κάτοχος πτυχίων από τα Πανεπιστήμια Dijon και Toulouse στη Γαλλία, όπου φοίτησε με υποτροφία Erasmus.
Η ερευνητική της δραστηριότητα καλύπτει τομείς όπως:
- η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη,
- οι επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στη δημόσια διοίκηση και στη δημοκρατική διακυβέρνηση των υπό ένταξη χωρών,
- η κοινωνική ευαλωτότητα και οι ευρωπαϊκές πολιτικές ένταξης μεταναστευτικών πληθυσμών,
- η εφαρμογή δεικτών διοικητικής ποιότητας και συστημάτων αξιολόγησης.
Έχει διατελέσει εισηγήτρια και συμμετέχουσα σε διεθνή συνέδρια υψηλού επιπέδου, μεταξύ των οποίων το Jean Monnet, η EUROMEMO και το Ινστιτούτο Mare Mediterraneum, ενώ έχει δημοσιεύσει μελέτες και άρθρα σε θέματα διοικητικών ανισοτήτων, μεταρρυθμίσεων και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η προσέγγισή της συνδυάζει την εμπειρική κατανόηση των μηχανισμών της δημόσιας διοίκησης με τη θεωρητική ανάλυση των ευρωπαϊκών θεσμών και πολιτικών. Η συμβολή της ενισχύει την τεκμηριωμένη χάραξη πολιτικής, την ενίσχυση της θεσμικής λογοδοσίας και τη σύγκλιση των διοικητικών συστημάτων με τις ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές.